«Κανείς δεν δικαιούται μνείας ή επαίνων όταν πράττει το στοιχειώδες καθήκον προς την πατρίδα και τους συνανθρώπους του.»
Γιάννης Λάτσης
«Κανείς δεν δικαιούται μνείας ή επαίνων όταν πράττει το στοιχειώδες καθήκον προς την πατρίδα και τους συνανθρώπους του.»
Γιάννης Λάτσης
Ο Γιάννης Λάτσης γεννήθηκε το 1910 στο Κατάκολο του Νομού Ηλείας. Ήταν το έκτο από τα εννιά παιδιά του Σπύρου και της Αφροδίτης Λάτση. Προερχόμενος από φτωχή οικογένεια, αναγκάστηκε να δουλέψει από πολύ μικρή ηλικία, κυρίως σε εργασίες στο λιμάνι του Κατακόλου ως λιμενεργάτης. Το λιμάνι του Κατακόλου εκείνη την εποχή είχε αρκετή κίνηση από εμπορικά πλοία, που μετέφεραν αγροτικά προϊόντα της περιοχής, και κυρίως σταφίδα, προς τα λιμάνια της δυτικής Ευρώπης, αλλά και από κρουαζιερόπλοια που αποβίβαζαν επιβάτες προκειμένου να επισκεφθούν τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Ολυμπίας.
Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Κατακόλου, στο Ελληνικό Σχολείο του Πύργου και, στη συνέχεια, στη Μέση Δημόσια Εμπορική Σχολή του Πύργου. Το 1940 παντρεύτηκε στον Πύργο Ηλείας την Εριέττα Τσουκαλά και απέκτησαν τρία παιδιά, τον Σπύρο, τη Μαριάννα και τη Μαργαρίτα. Έφυγε από τη ζωή στις 10 Απριλίου 2003 και δύο χρόνια μετά η οικογένειά του προχώρησε στη σύσταση του Κοινωφελούς Ιδρύματος Ιωάννη Σ. Λάτση, συνεχίζοντας το πλούσιο κοινωφελές έργο που είχε ο ίδιος αναπτύξει κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Η πορεία του στο χώρο των επιχειρήσεων, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1990, χαρακτηρίζεται από την ενασχόλησή του με το εμπόριο, αρχικά σταφίδας και αγροτικών προϊόντων και στη συνέχεια βιομηχανικών αγαθών, πετρελαίου και πετρελαιοειδών. Για τρεις περίπου δεκαετίες, από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 έως και τη δεκαετία του 1970, δραστηριοποιείται στην ακτοπλοΐα, με τη δρομολόγηση έξι πλοίων στη γραμμή του Αργοσαρωνικού, και στην επιβατηγό ναυτιλία, με τη μεταφορά κυρίως προσκυνητών από χώρες με μουσουλμανικούς πληθυσμούς, όπως η Λιβύη, η Αλγερία και η Τυνησία, στην Τζέντα, στο πλαίσιο του ετήσιου προσκυνήματός τους στη Μέκκα. Η αγορά του πρώτου φορτηγού πλοίου το 1955 και του πρώτου δεξαμενόπλοιου το 1958 σηματοδοτεί την ένταξή του στον κόσμο της εμπορικής ποντοπόρου ναυτιλίας. Οι θαλάσσιοι δρόμοι που καλύπτει αρχικά ο εμπορικός του στόλος περιορίζονται κυρίως στην ανατολική Μεσόγειο, με τον μεγαλύτερο όγκο των συναλλαγών του να εντοπίζεται στην Αίγυπτο και να φτάνει ως το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου και ίδρυσε τα πρώτα του γραφεία εξωτερικού.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 ο στόλος του εξαπλώνεται τόσο σε αριθμό πλοίων και χωρητικότητα όσο και γεωγραφικά, αφού πλέον οι συναλλαγές του εκτείνονται σε παγκόσμιο επίπεδο, επικουρούμενες από τα γραφεία-δορυφόρους που ιδρύει σε πόλεις με εμπορικό και επενδυτικό ενδιαφέρον για την εποχή, όπως η Βηρυτός, το Τόκιο, η Νέα Υόρκη, το Παρίσι κ.α. Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1970 ξεκινά η κατασκευή του διυλιστηρίου της Πετρόλα Ελλάς στην Ελευσίνα, γεγονός που σηματοδοτεί την ένταξή του ταυτόχρονα σε δύο επιχειρηματικούς τομείς, εκείνον της βιομηχανίας πετρελαίου και εκείνον των κατασκευών, δραστηριότητες οι οποίες θα συνεχιστούν και στο βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1990, με εκτεταμένα έργα υποδομής τα οποία αναλαμβάνει η εταιρεία του Petrola International. Τέλος, η ενασχόλησή του με το χώρο των τραπεζών ξεκινά το 1980 ως παράπλευρη και περιορισμένη δραστηριότητα, η οποία θα αναπτυχθεί περισσότερο στην πορεία των επόμενων ετών με την απόσυρσή του από την ενεργό δράση και την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η επιχειρηματική δράση του Ιωάννη Σ. Λάτση συνοδεύτηκε από πολυάριθμες κοινωφελείς πρωτοβουλίες, ο τρόπος υλοποίησης των οποίων διέφερε αναλόγως των συνθηκών και των απαιτήσεων. Μία από τις πρώτες συντονισμένες ενέργειές του ήταν η σύσταση, το 1967, του Ιδρύματος Υποτροφιών Ηλείων Ιωάννη Σ. Λάτση με σκοπό την παροχή βοήθειας σε φοιτητές της ιδιαίτερης πατρίδας του. Επιθυμώντας να ενισχύσει τον τομέα της επιστημονικής έρευνας το 1975 ίδρυσε το Fondation Latsis Internationale, ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό Ίδρυμα με έδρα τη Γενεύη, το οποίο απονέμει ετησίως χρηματικά βραβεία σε επιστήμονες και ερευνητικές ομάδες σε αναγνώριση της εξαίρετης και καινοτόμας συνεισφοράς τους σε επιλεγμένα επιστημονικά πεδία. Από το 1991 έως το 2012 το Ίδρυμα Αποκαταστάσεως Ομογενών Εξ Αλβανίας, που συστάθηκε από τον ίδιο, φιλοξένησε και εκπαίδευσε περισσότερους από 1.000 Έλληνες ομογενείς εξ Αλβανίας, συμβάλλοντας καθοριστικά στην αναβάθμιση του επιπέδου ζωής τους αλλά και στην επαγγελματική τους αποκατάσταση.
Παράλληλα, η προσφορά του ήταν εκτεταμένη και σε περιπτώσεις έκτακτων καταστάσεων. Έτσι, παρείχε σημαντική οικονομική βοήθεια κατά τους σεισμούς που έπληξαν την περιοχή της Καλαμάτας το 1986, φιλοξενώντας σε δικό του κρουαζιερόπλοιο περισσότερους από 1.000 άστεγους επί δύο χρόνια και προσφέροντας στο Ελληνικό Δημόσιο εργοστάσιο κατασκευής προκατασκευασμένων σπιτιών. Τη βοήθειά του προσέφερε και κατά τους σεισμούς που έπληξαν τον Πύργο Ηλείας το 1988 και το 1993, τα Γρεβενά το 1995 και την Αθήνα το 1999. Επιπλέον, στήριξε το ελληνικό κράτος μέσω δωρεών για τον επιχειρησιακό και λειτουργικό εξοπλισμό του Πυροσβεστικού Σώματος, της Ελληνικής Αστυνομίας και του Ελληνικού Υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Η ευαισθησία του για τους Έλληνες ναυτικούς και τις οικογένειές τους εκφράστηκε μέσα από μεγάλου ύψους δωρεές στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο και στην Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία.
Το 1995 παραδόθηκε στη διοίκηση του Κολλεγίου Αθηνών το κτηριακό συγκρότημα του Λάτσειου Διδακτηρίου συνολικής έκτασης 10.000 τ.μ. που χρηματοδοτήθηκε πλήρως από τον Γιάννη Λάτση. Το 1999 ξεκίνησε η κατασκευή του Λάτσειου Κέντρου Εγκαυμάτων, ενός εξειδικευμένου κέντρου περίθαλψης εγκαυματιών, το οποίο παραδόθηκε πλήρως εξοπλισμένο στο Ελληνικό Δημόσιο το 2005, δύο χρόνια μετά το θάνατό του, και εντάχθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Ελευσίνας «Θριάσιο». Τέλος, η κοινωφελής προσφορά του επεκτάθηκε και σε πλήθος μεμονωμένων χειρονομιών αλληλεγγύης προς τους συνανθρώπους του που βρίσκονταν σε ανάγκη.
Για τη συνολική προσφορά του τιμήθηκε, μεταξύ άλλων, με τον Χρυσό Σταυρό της Χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα το 1963, με τον Βαθμό του Ανωτέρου Ταξιάρχου από τον Πατριάρχη Αντιοχείας το 1976, με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1989 και με τον Χρυσό Σταυρό από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο το 1995.